«Η φυγή της πολιτικής»

Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας
Η ατελείωτη σπέκουλα που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια γύρω από πτωχεύσεις χωρών, εκδηλώνει  την αποτυχία της παγκόσμιας πολιτικής και την ήττα της μπροστά στην δύναμη των αγορών.
Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι οι διακρατικοί και υπερεθνικοί θεσμοί, ούτε τα εθνικά κράτη αυτά που καθόρισαν τις εξελίξεις, αλλά οι λεγόμενοι κερδοσκόποι που οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σχεδόν ανενόχλητα στο χείλος της καταστροφής.

Η πολιτική ως διαδικασία και οι κυβερνήσεις ως αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, αντί να ρυθμίσουν  τον χρηματοπιστωτικό τομέα και να τον θέσουν αποτελεσματικά στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας, συνέχισαν να υποτάσσονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αντί να φροντίσουν για ένα δίκαιο εισόδημα του κόσμου και μια συνετή αναδιανομή υποβάλλοντας παράλληλα τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου, ο οποίος θα απαγόρευε κάθε είδους κερδοσκοπίας με ύποπτα παράγωγα και χρηματιστηριακά προϊόντα και θα φορολογούσε αποτελεσματικά τις οικονομικές  συναλλαγές στα χρηματιστήρια, τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι υπερεθνικοί θεσμοί αρκέστηκαν στην τιμωρία «δημοσιονομικά απείθαρχων» κρατών.
Αποτέλεσμα αυτής της λογικής είναι η επιβολή μιας κατηγορηματικής προτακτικής λιτότητας σε όλη την Γηραιά Ήπειρο, όπως εκφράζεται με τα προγράμματα διάσωσης στην νότια Ευρώπη και στην Ιρλανδία καθώς και με το νεότευκτο δημοσιονομικό σύμφωνο.
Η λογική της «σωτηρίας» έπνιξε στην ύφεση όλη την Ευρώπη ενώ παράλληλα αύξησε την εισοδηματική και κοινωνική ανισότητα μέσα από την συμπίεση μισθών συντάξεων και κοινωνικών παροχών.
Το όφελος αποκομίζεται από τους εύπορους διεθνής παίκτες των αγορών που κατά κάποιο τρόπο έχουν εγκαθιδρύσει την δική τους παγκόσμια κερδοσκοπική διακυβέρνηση του πλανήτη, η οποία δεν χρειάζεται απολύτως καμία νομιμοποίηση μέσω εκλογών αλλά λειτουργεί με την μοναδική ορθολογική αρχή μεγέθυνσης του κέρδους και μείωσης του κόστους.
O έγκριτος οικονομολόγος Barry Eichengreen προ πολλού είχε προειδοποιήσει για τρεις σημαντικές πολιτικές προκλήσεις που θα έπρεπε άμεσα να αντιμετωπίσει η Ευρώπη.
Πρώτον πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως η κρίση ρευστότητας των τραπεζών για να μην βρεθούν ξαφνικά στο επίκεντρο μιας καταιγίδας. Η αναχρηματοδότηση των τραπεζών κατά την άποψη του μπορεί να γίνει, εάν το ταμείο διάσωσης EFSF δανείσει τις χώρες που έχουν κεφαλαιακή ανεπάρκεια προς ενίσχυση των τραπεζών τους. Εάν όμως χρειαστούν περαιτέρω κεφάλαια, θα μπορούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να δημιουργήσει ειδικά εργαλεία αναχρηματοδότησης των τραπεζών μέσα από πόρους του ΔΝΤ αλλά και αντλώντας κεφάλαια προερχόμενα από τις Ασιατικές κυβερνήσεις ή άλλα εύρωστα ταμεία.
Η δεύτερη σημαντική πρόκληση είναι να υπάρξει επιτέλους ένα πεδίο αναπνοής στην Ελλάδα. Οι Έλληνες πολίτες καταβάλουν κατά την άποψη του μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να σταθεροποιηθούν τα δημοσιονομικά τους και να αναδιαρθρωθεί η οικονομία τους. Επειδή όμως οι διάφορες κυβερνήσεις αδυνατούσαν να πιάσουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους, λόγω της τεράστιας εσωτερικής ύφεσης και λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης παρά αποκλειστικά από δικά της λάθη, πρέπει να υπάρξει ένας ορισμένος χρόνος ανοχής.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποτραπεί μια διάθεση ανάσχεσης της παρεχόμενης βοήθειας προς την χώρα λόγω δημοσιονομικής αστοχίας. Ειδάλλως η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μια άτακτη χρεωκοπία και σε κοινωνικοπολιτικό χάος.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο Eichengreen ανήγαγε πρώτος το ελληνικό πρόβλημα σε κεντρικό ζήτημα προς επίλυση μέσα στην διεθνή πολιτική ατζέντα, προτείνοντας μάλιστα και συγκεκριμένα μέτρα όπως η χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από τους δανειστές της χώρας και η άμεση έναρξη του λεγόμενου σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα.
Η τρίτη πρόκληση είναι η επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης από την οποία τελικά εξαρτάται και η οικονομική και κοινωνική σταθερότητα σε όλη την Ευρώπη. Χωρίς ανάπτυξη τα φορολογικά έσοδα θα παραμείνουν μειωμένα και η ικανότητα ικανοποίησης των χρεών θα συρρικνώνεται. Χωρίς ανάπτυξη τονίζει ο οικονομ9ολόγος η λιτότητα θα καταστεί απολύτως μη ανεκτή.
Με λίγα λόγια ο Εichengreen πρότεινε ένα διαφορετικό στίγμα πολιτικής που στον όρο βιωσιμότητα εντάσσει και τους ανθρώπους και όχι μόνο τους όπως φάινεται από τις εξελίξεις ο Εichengreen δικαιώθηκε.
Σε μία όμοια κατεύθυνση ανέπτυξε τα επιχειρήματα του και ο Γερμανός οικονομολόγος Heiner Flassbeeck, επικεφαλής οικονομολόγος του οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το παγκόσμιο εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD).
Κατά την άποψη του η Ελλάδα έχει κάνει τα πάντα για να απελευθερωθεί από την κρίση. Είναι όμως αδύνατον μια χώρα να κάνει περιστολές και να εφαρμόζει λιτότητα σε μια περίοδο ύφεσης χωρίς να βλάψει τραγικά την οικονομία της.
Σχολιάζοντας τις αναφορές εκείνων των Γερμανών πολιτικών με ανθελληνικό πνεύμα ο οικονομολόγος αντέτεινε να δοθεί χρόνος στην Ελλάδα για να ανακάμψει και σύστησε στους γερμανούς πολιτικούς απλά να κλείσουν στόμα τους διότι οι δηλώσεις τους προκαλούν τεράστια ζημιά στην χώρα μας οδηγώντας την σχεδόν στο απόλυτο αδιέξοδο. Όπως δείχνουν οι εξελίξεις και ο Flassbeck δικαιώθηκε.
Ακόμη περισσότερο δικαιώθηκε ο νομπελίστας Stiglitz πιυ από την αρχή της κρίσης ζητούσε την “ εξημέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών την εποχή της λιτότητας”, θεωρώντας ότι τα γεράκια των ελλειμμάτων που εδρεύουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές επιθυμούν τα κράτη να επικεντρωθούν στην αποδιάρθρωση των ελλειμμάτων , μέσα από την μείωση των δαπανών για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και ως εκ τούτου να τονωθεί η επενδυτική δραστηριότητα.
Ο Stiglitz δεν κουράστηκε να τονίζει ότι την τελευταία φορά που ασκήθηκαν με συνέπεια τέτοιες πολιτικές από τον Hoover, το κράχ του 1929, μετατράπηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, που αρχικά εκφράστηκε με τον αποπληθωρισμό και στην συνέχεια με την ραγδαία ύφεση.
Μπροστά στα παραπάνω διλήμματα τα οποία εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε σήμερα, η πολιτική δεν έχει καν προσδιορίσει πιο είναι το αντικείμενο της στις νέες συνθήκες και τελικά εάν προτίθεται να υπηρετήσει εκείνους από τους οποίους εκπορεύεται η εντολή της, δηλαδή τους πολίτες.
Δεν είναι επομένως περίεργο ότι οι πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη παίζουν με την φράση « να σώσουμε την Ελλάδα για να ζωθεί η Ευρώπη » χωρίς όμως να ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς θέλουν να σώσουν τελικά.
Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Ομπάμα έχει δυσανασχετήσει πολλάκις ειδικά με τους Γερμανούς οι οποίοι για κάποιον λόγο κάνουν τα πάντα για να βαθύνει μη κρίση και κατόπιν εορτής εμφανίζονται θλιμμένοι στηλιτεύοντας την ανικανότητα κάποιων κυβερνήσεων ή την νοοτροπία των λαών.
Μία συγκροτημένη ωστόσο πολιτική πρόταση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κρατών και των λαών απουσιάζει.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια σοβαρή τέτοια πρόταση στο τραπέζι αποδεικνύει ότι η ίδια η πολιτική έχει εγκαταλείψει τον συστατικό της χώρο που είναι δημόσιος και ονομάζεται κράτος.
Οι κυβερνήσεις, εάν θέλουν να προστατεύσουν τον δημόσιο χαρακτήρα της πολιτικής εν δυνάμει, θα πρέπει να φροντίσουν την υπόσταση των λαών τους.
Αυτό γίνεται μόνο μέσω του κράτους.
Ως εκ τούτου οι λαοί της Ευρώπης ενωμένοι θα πρέπει να φροντίσουν με δημοκρατικό τρόπο να παύσουν οι επιθέσεις κατά του κράτους ως οντότητα.
Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την θέσπιση ενιαίων ευρωομολόγων και την δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Τράπεζας Δημόσιων Ομολόγων, η οποία θα ανταγωνιστεί στην χρηματοδότηση κρατών τις ιδιωτικές τράπεζες, διασφαλίζοντας έτσι την χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών.
Μια στρατηγική του είδους αυτού, θα διασφάλιζε σε μακροπρόθεσμη βάση την βιωσιμότητα των κρατών αφαιρώντας παράλληλα ουσιαστικά κίνητρα από τους κερδοσκόπους.
Τι γίνεται όμως με την προοδευτική αριστερά συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας; Θα ταυτιστεί με το άρμα του νεοφιλελευθερισμού ή θα επιστρέψει στις αγκυλώσεις του παρελθόντος;


Σχόλια