Αναπότρεπτη έξοδος.

γραφει ο αρισταρχος
Το τηλέφωνο χτύπησε δαιμονισμένα για χιλιοστή φορά. Τούριξε μια κλεφτή ματιά 69440..…. Το ίδιο νούμερο η ίδια εταιρεία και πάντα για τον ίδιο λόγο. Πέμπτη ληξιπρόθεσμη δόση και το σύνολον τρεις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ. Το ενυπόθηκο δάνειο και η αδυναμία αποπληρωμής του.“Ποιος είναι;” ακούστηκε απ’ την κουζίνα η φωνή της γυναίκας του. Δεν απάντησε. Πλησίασε κοντά του σκουπίζοντας τα βρεγμένα της χέρια στην ποδιά της. “πάλι για το δάνειο; ” την κοίταξε απλά, μ’ εκείνο το θολό βλέμμα του.
Εκείνη κατάλαβε “οι καταραμένοι, δεν σέβονται ούτε την μεσημβρινή ανάπαυση. Όλη μέρα, μια στο σταθερό μια στο κινητό. Να σου κάνω καφέ;” ΄Εγνεψε όχι κι έφυγε.
Βγήκε στον δρόμο. Του χρειάζονταν καθαρός αέρας και κάποια ήρεμη γωνιά να σκεφτεί. Πήρε την ανηφοριά για το παλιό του στέκι πάνω από το τούνελ. Στο καφέ-μπαρ “το στέκι”. Βρήκε ένα τραπέζι στο παράθυρο με θέα την περιφερειακή.
Κοίταξε επίμονα το κρυστάλλινο ποτήρι με το διπλό κονιάκ που του σερβίρισαν παρέα με δυό σοκολατάκια. Άχρωμο, άοσμο, άγευστο κύλησε στον λάρυγγα χωρίς να καταλάβει τίποτα. Έκανε νόημα και σε λίγο το γυαλί ήταν πάλι γεμάτο. Διαυγέστατο επτάστερο, θεία μετάληψη. Άλλες εποχές θα τόπινε αργά αργά χουφτιάζοντας το κολονάτο να εξατμισθεί και να του χαϊδέψει τους οσφρητικούς αδένες. Τ’ αγαπούσε αυτό το ποτό και ήταν ικανός με δυό σοκολατάκια και δυό στραγάλια να πιεί μια ολόκληρη μπουκάλα. Και πάντα επτά αστέρων.
Ένιωσε τα μάτια του υγρά να τον καίνε. Κρέμασε το κεφάλι και κοίταξε το τέταρτο ποτήρι με το περιεχόμενο ήρεμο σαγηνευτικό. Ένα ελαφρύ “πιάσιμο” πάνω από το σβέρκο τον προειδοποιούσε για ανεβασμένη πίεση. Κι αυτό που έπινε ήταν αιτία για τέτοιο πράγμα. Δεν έδωσε καμιά σημασία. Τάβλεπε όλα να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι ανάποδα. Ένα χρονόμετρο που τόβαλε σε λειτουργία η γέννα του με αόρατες στην ανθρώπινη αντίληψη ενδείξεις, χωρίς αριθμούς.
Μεγάλη βδομάδα, μοίρασε μισθούς και δώρα στους τρεις υπαλλήλους του και ύστερα αφού ήπιε μια μπουκάλα κονιάκ, επτάστερο όπως πάντα, αγνό κλείδωσε και τρικλίζοντας πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Τις επόμενες μέρες ο λογιστής του τακτοποίησε την εφορία και η τράπεζα του πήρε το μαγαζί. Ούτε που κατάλαβε πως και πότε έγιναν όλα. Η κρίση με τα δάνεια, την αναδουλειά και τα μεγάλα έξοδα. Η επιστροφή από το εξωτερικό του μικρού λόγω αδυναμίας πληρωμών και ο χωρισμός της μεγάλης λόγω ασυμφωνίας
Πιο πολύ τον πονούσε η υποθήκη που έβαλε στο σπίτι για να πάρει το δάνειο/βοήθεια στον αδελφό του μήπως και σώσει την βιοτεχνία του.Αλλά κι αυτουνού έκλεισε αφήνοντας αμανάτι την υποθήκη. Τώρα χωρίς δουλειά και εισοδήματα κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του. Η στεναχώρια έφερε ζάχαρο και πίεση, και η πίεση  εγκεφαλικό. Το ξεπέρασε κάπως μ’ ένα μικρό κουσούρι στο αριστερό του χέρι . Ένιωθε κατεστραμμένος, ξοφλημένος.
Έξω ψιχάλιζε και ο χωματόδρομος από το μπαρ μέχρι την άσφαλτο σκέτη γλίντζα.  Έπιασε τον κατήφορο αλλά δεν έκανε ούτε δυό βήματα. Το μεθύσι και η γλίστρα τον έφεραν κουτρουβαλώντας μέχρι το τούνελ. Κι από κάτω στα οκτώ μέτρα η περιφερειακή σε πλήρη κίνηση. Αν δεν ήταν εκείνη η μπετόβεργα  που εξείχε να τον κρατήσει σκίζοντας και σκαλώνοντας στο παντελόνι θα είχε προσγειωθεί κάτω από ρόδες. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι αλλά φαίνεται το χρονόμετρο είχε ακόμη νούμερα.
Τον σήκωσαν περαστικοί και ειδοποίησαν το 166 για ασθενοφόρο. Εκείνο, έφυγε σφυρίζοντας για την μεγάλη κατηφόρα. Ούτε που πρόλαβε να φρενάρει καθώς το αστικό είχε σχεδόν βγεί όλο στην διασταύρωση κι ο δρόμος ήταν γλιστερός από το ψιλόβροχο. Ένα κρακ και σίδερα, λαμαρίνες που τσαλακώνονταν. Η πόρτα του ασθενοφόρου άνοιξε κι αυτός αιωρούνταν πέρα δώθε κρεμασμένος από έναν ιμάντα. Μαζεύτηκε κόσμος τον αναγνώρισαν. Το ατύχημα έγινε λίγα μέτρα απ’ το σπίτι του. Τον φόρτωσαν σε ένα γιωταχί και τον άφησαν στο πρώτο εφημερεύον.
Έμεινε στο χειρουργείο τέσσερις ώρες και στην εντατική ένα μήνα. Την ημέρα που ήταν να βγει έπαθε έμφραγμα. Τα κατάφερε σε δέκα ημέρες να το ξεπεράσει και τώρα καθισμένος στην κουνιστή παρακολουθεί την γυναίκα του να τακτοποιεί κάτι τσεβρέδες απομεινάρια της πάλαι ποτέ προίκας της. Ήθελε να την ρωτήσει τι έγινε με την τράπεζα, το σπίτι. Πως τα καταφέρνουν και τέτοια. Τον πρόλαβε όμως αυτή. “Βγάζοντας από το σεντούκι μου αυτούς τους τσεβρέδες βρήκα ένα φάκελο στο όνομά σου. Είναι εκεί, στο τραπεζάκι, δίπλα σου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι δουλειά είχε ανάμεσα στα κεντημένα της προίκας μου.”
Άπλωσε το χέρι του και τον πήρε. Ένας απλός κίτρινος φάκελος κι απ’ έξω γραμμένα με μαύρο μαρκαδόρο  “Κον Λευτέρη Γρ…..” Αναγνώρισε αμέσως τον χαρακτήρα του πεθερού του. Τον άνοιξε και γέμισε ο τόπος άσπρα χαρτιά. Ομόλογα του δημοσίου ανώνυμα σε ευρώ. Παρά το κούρεμα που τους είχε γίνει με το PSI τα λεφτά ήταν αρκετά για να βγεί η υποθήκη. Μαζί τους και ένα σημείωμα “Για ώρα ανάγκης” Μάζεψε το μυαλό του και θυμήθηκε εκεί, λίγο πριν πεθάνει ο πεθερός του. Τον είχε κοιτάξει στα μάτια μ’ εκείνο το περίεργο ανιγματικό του χαμόγελο “αν χρειαστείς ποτέ βοήθεια ζήτα την απ’ τους τσεβρέδες” Δεν κατάλαβε γιατί του τόπε. Τώρα τόμαθε.  Νοικοκυρίστικα πράγματα. Δεν άφηνε στην τύχη τίποτε, Θεός σχωρέστον.
Η ώρα κόντευε οκτώ . Νοέμβρης μήνας και η νύχτα έδιωχνε το φως νωρίς. Ευτυχώς ακόμα κρατούσε ψηλά η θερμοκρασία. Με τα πρεσβυωπικά γυαλιά στα μάτια μελετούσε τα ομόλογα κάτω από μια λάμπα ένα ένα. Η πόρτα χτύπησε μ’ εκείνο το διαπεραστικό κουδούνισμα. “Μαρία. Μαρία άνοιξε την πόρτα” Η γυναίκα του χαμένη στο μπάνιο δεν τον άκουσε. Σηκώθηκε αργά και άνοιξε χωρίς να ρωτήσει τίποτα. Σπρωγμένη με δύναμη από πίσω η βαριά πόρτα τον παρέσυρε και τον έριξε κάτω. Χτύπησε το κεφάλι του κάπου και ύστερα χάθηκε.
Μόλις άνοιξε τα μάτια του γέμισαν τα αυτιά του ήχους. Φωνές κι αγκομαχητά. Μάζεψε όση δύναμη είχε και σηκώθηκε. Το κεφάλι του βούϊζε και τον πονούσε, ήθελε να ξεράσει. Ένιωθε ένα μάτσο χάλια. Απ την χαραμάδα είδε τους δυό νεαρούς με τις κουκούλες στο κεφάλι. Ο ένας είχε γύρει πάνω στην γυναίκα του και κουνιόταν μπρος πίσω ενώ ο άλλος της βούλωνε με το χέρι το στόμα. Θόλωσε! Άρπαξε απ’ την κουζίνα το μεγάλο χασαπομάχαιρο και ουρλιάζοντας έπεσε με δύναμη πάνω στον βιαστή. Η λεπίδα χώθηκε δέκα πόντους μέσα στο κρανίο κάνοντας έναν απόκοσμο θόρυβο.
Ύστερα είδε μια λάμψη, ένα φως, μια μαύρη τελεία. Φως, παντού φως και μια μελωδία Θεϊκή. Σιλουέτες ανθρώπινες του έδιναν ευεξία ανεπανάληπτη. Ναι, την ξεχώρισε. Ήταν γνωστή η σιλουέτα της, η μυρουδιά της μοναδική. “Μάνα!” Εκείνη χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι να τον χαϊδέψει. Κι ύστερα πάλι όλα χάθηκαν.
Έκλεισε ο χρόνος πληγές μπήκε το νερό σε κάποιο αυλάκι. Τέλειωσε με τα δικαστικά και ξόφλησε την υποθήκη. Ο ένας από τους κλέφτες δεν συνελήφθη ποτέ. Ο άλλος έμεινε φυτό σε κάποιο κρεβάτι. Και η ζωή συνέχιζε απτόητη την πορεία προς την αναγέννηση, την δημιουργία, τον θάνατο. Τα σκεφτόταν όλα αυτά όπως κοίταζε το κρύσταλλο με το επτάστερο μέσα του καθισμένος στην γνωστή του γωνιά στο “στέκι”.
Σήκωσε αργά το κεφάλι και τα μάτια του πέρασαν πάνω από τις καταπράσινες κορφές των δέντρων, την φορτωμένη περιφερειακή και σταμάτησαν σ’ ένα πέτρινο διώροφο. Εκεί κάτω στην γωνιά θαρρεί, όμως όχι. Είναι βέβαιος. Ήταν ψηλός, με μακριά μέχρι τους αστραγάλους μαύρη μπέρτα και κουκούλα. Κρατούσε στο χέρι του ένα …  Τόξερε, τόνιωθε. Σ’ εκείνη την γωνιά, θα συναντούσε την έξοδο από την λεωφόρο της ζωής του. Όπου και να οδηγούσε αυτή η έξοδος, την αποζητούσε. Την ήθελε σαν λύτρωση.
Έτσι κι έγινε. Περίεργη η ζωή θαρρείς και σε προειδοποιεί για την μεγάλη εγκατάλειψη. Χάθηκε μέσα σε μια πυκνή ομίχλη σ’ εκείνη την γωνιά, με μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα δυο αθώα παιδικά ματάκια διψασμένα για ζωή.
ΥΓ. Το άρθρο είναι τυλιγμένο με αλήθειες και ψέματα. Ο καθένας τα προσαρμόζει και βγάζει την υποκειμενική του αλήθεια. Η μόνη αντικειμενική τέτοια είναι ο θάνατος όπως και να τον αναπαραστήσεις.

Σχόλια