Που αρχίζουν και που τελειώνουν τα όρια της συστημικής αριστεράς;

Παναγιώτης Μαυροειδής
Αρκετοί σοκαρίστηκαν από τις πρόσφατες δηλώσεις του εκπροσώπου Τύπου της ΔΗΜ.ΑΡ. Α. Παπαδόπουλου στο ρ/σ «Αθήνα 9.84», όπου ισχυρίστηκε… ότι καλώς στράγγισαν μισθωτούς και συνταξιούχους γιατί «είχαν λίπος»!
Προσπαθώντας να δώσει την εντύπωση ότι το κόμμα του δίνει δήθεν μάχη για τη διάσωση των χαμηλών συντάξεων και μισθών, προανήγγειλε γερό τσεκούρι σε όσους αμείβονται με κάτι παραπάνω από φιλοδωρήματα, λέγοντας ότι «ρίχνουμε το βάρος σε αυτούς που είναι πιο χαμηλά οι μισθοί τους (…)
αντιλαμβανόμαστε ότι και άλλες κατηγορίες ανθρώπων έχουν υποστεί μεγάλες μειώσεις, ωστόσο, σε αυτές τις κατηγορίες υπήρχε όλο το προηγούμενο διάστημα λίπος».
Από το σύνολο του υπόλοιπου φάσματος της αριστεράς, τα αναθέματα για τον εκπρόσωπο της περισσότερο από ποτέ απροκάλυπτα καθεστωτικής  αριστεράς στην Ελλάδα, δίνουν και παίρνουν.
Πως όμως μας πρόκυψε έτσι ξαφνικά μια τόσο συστημική αριστερά; Έχει άραγε το πολιτικό σύστημα του αστικού κόσμου κάποιο μαγικό ραβδάκι που μεταμορφώνει την πεντάμορφη σε τέρας όποτε θελήσει;
Προφανώς πρέπει να γίνει μια σοβαρότερη συζήτηση. Εδώ και τώρα, μπροστά στα μάτια μας βλέπουμε μια πολιτική δύναμη να μιλά στο όνομα της αριστεράς και ταυτόχρονα να συμμετέχει στην οργάνωση μιας ατέλειωτης κοινωνικής ληστείας του κόσμου της εργασίας, συμμετέχοντας στην οργάνωση της επίθεσης της ΕΕ και του ελληνικού κεφαλαίου. Αλλά,  πρέπει να κοιτάξουμε και πέρα από το προφανές, αν θέλουμε να βγάλουμε στέρεα συμπεράσματα.
Από τα αλώνια στα σαλόνια
Η ΔΗΜΑΡ δεν δημιουργήθηκε τώρα και δεν την συγκρότησαν τεχνικά το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ για να έχουν κυβερνητικό εταίρο στην τρόϊκα εσωτερικού. Μέχρι το 2009, ήταν το μισό σχεδόν του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη πιο πίσω, οι δυνάμεις που συμμετέχουν σε αυτήν, αποτελούσαν στελέχη του ιστορικού ρεύματος του ευρωκομμουνισμού στην Ελλάδα, με αξιόλογη πολιτική, θεωρητική δραστηριότητα, αλλά και αγωνιστική δράση στο χώρο της ευρύτερης κομμουνιστικής αριστεράς.
Δεν πρόκειται  όμως  για τη  μοναδική περίπτωση ξαφνικού έρωτα με την εξουσία και την πολιτική της. Κάθε άλλο παρά  αυτό το φαινόμενο αφορά μόνο τον συγκεκριμένο χώρο. Δεν χρειάζεται να γυρίσουμε πριν το 1970 υπενθυμίζοντας ότι ο Πάγκαλος ήταν στέλεχος του ΚΚΕ.
Η Μαρία Δαμανάκη, μέλος της ΚΝΕ στην δικτατορία, έλαβε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα και ήταν η φωνή πίσω από το ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου που επαναλάμβανε το "Εδώ Πολυτεχνείο". Συνελήφθη και υποβλήθηκε σε ταπεινώσεις από τη χούντα. Μετά από μια σύντομη (αποτυχημένη) θητεία της στην προεδρία του ΣΥΝ, προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ, στην πιο εκφυλιστική του φάση, δίπλα στο Γιώργο Παπανδρέου. Το 2009 διορίστηκε κοινοτική επίτροπος  της Ευρωπαϊκής ένωσης, αρμόδια για Θέματα Ναυτιλίας και Αλιείας.
Ανάλογη ήταν και η διαδρομή του Μ. Ανδρουλάκη. Από την άκρα Αριστερά (ΚΟ Μαχητής), στη συνέχεια στην  Αντι-ΕΦΕΕ, ανώτατο στέλεχος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ (μέλος του ΠΓ), στη συνέχεια του Συνασπισμού, σήμερα βουλευτής του υπολείμματος  ΠΑΣΟΚ.
Αν κάνει κανείς τον κόπο να επισκεφθεί την ιστοσελίδα του  Ανδρέα Λοβέρδου, θα τον δει να περηφανεύεται για την ένταξη του κάποτε στην   ΚΝΕ, από όπου διαγράφηκε το 1979, έχοντας μάλιστα θητεύσει για ένα διάστημα και σε μια …αριστερή ομαδοποίηση εντός της.
Άπειρος κόσμος της άκρας αριστεράς, θαμπώθηκε και τραβήχτηκε προς το ‘’μπλοκ της αλλαγής’’ του 1981, με ιδιαίτερο τότε ρόλο σε αυτή τη ρυμούλκηση να παίζουν  ο Κ. Λαλιώτης και η  Μ. Μερκούρη.  Από τον Δημήτρη Παπαχρήστο, εμβληματική μορφή και αυτός της γενιάς του Πολυτεχνείου, μέχρι στελέχη του μαοϊκού χώρου. Δεν έλειψαν και αυτοί που βρέθηκαν στην Νέα Δημοκρατία, με πιο γνωστές ίσως περιπτώσεις του Π. Τατούλη (ΕΚΚΕ) και του Χ. Λαζαρίδη (Ρήγας Φεραίος-Β Πανελλαδική). Να μην ξεχάσουμε βεβαίως και άλλους όπως ο Ν. Κοτζιάς που αποχώρησε από τα αριστερά από το ΚΚΕ, με αφορμή την συγκρότηση των κυβερνήσεων συνεργασίας της αριστεράς με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ το 89-90, θήτευσε για σύντομο διάστημα στο ΝΑΡ, για να επανεμφανιστεί ως βασικός σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου και Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚικού ΙΣΤΑΜΕ.
Θα έπρεπε ωστόσο στους παραπάνω επιφανείς, που δραστηριοποιούνται στην δημόσια πολιτική, να προσθέσει κανείς  πολλούς πρώην αριστερούς και μάλιστα στελέχη κομμουνιστικών και αριστερών οργανώσεων, που διάλεξαν καριέρα ως στελέχη ή/και αφεντικά μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Αυτοί, αξιοποίησαν κάπως διαφορετικά όσα έμαθαν στις οργανώσεις τους για την διαχείριση του κόσμου.
Ας αποφύγουμε για οικονομία να ασχοληθούμε εδώ με διεθνή ανάλογα όπως ο Γιόσκα Φίσερ, ο Μπαρόζο ή ο Ζοσπέν.
Όλοι ίδιοι είναι;
 ‘’Βρε άμα τους δοθεί η ευκαιρία, οι αριστεροί γίνονται χειρότεροι…’’. Πρόκειται για τον πλέον εύπεπτο μύθο, που αναπαράγουν χαιρέκακα οι δυνάμεις τους συστήματος, αξιοποιώντας τον αριστερό γενιτσαρισμό. Επιδιώκουν να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Είναι η μέθοδος του ανεμιστήρα. Τους λασπώνουμε όλοι και μέσα στην ασχήμια δεν ξεχωρίζει και η δική μας μπόχα.
Φυσικά δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Ο αστικός κόσμος έχει την εξουσία, με τα οικονομικά και πολιτικά προνόμια, την ιδεολογική χειραγώγηση και βεβαίως το μονοπώλιο της βίας. Είναι οι από πάνω. Ο κόσμος της εργασίας, συγκροτείται με το εργατικό κίνημα, τα κομμουνιστικά κόμματα, την αριστερά. Επιχειρεί να συγκροτηθεί. Είναι οι από κάτω. Σε αυτόν τον σκληρό αγώνα, άλλοι ματώνουν και άλλοι αλλάζουν στρατόπεδο, ειδικά σε στιγμές αρνητικών συσχετισμών. Δεν υπάρχει κοινωνικός και πολιτικός αγώνας που να μην υπάρχουν αποστασίες. Αυτό δεν  απαξιώνει αυτό τον αγώνα, ούτε  αφαιρεί την ιστορική αλήθεια πως  η μια πλευρά είναι πιο κοντά στο δίκιο και η άλλη εκπροσωπεί το άδικο.
Η μεγαλύτερη απώλεια για τις δυνάμεις της αριστεράς και της απελευθέρωσης από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, της ανισότητας, της ανελευθερίας και του σκοταδισμού, δεν βρίσκεται σε αυτούς που αλλάζουν στρατόπεδο. Συνίσταται στην έλλειψη μιας επαρκούς συζήτησης σχετικά με τα βαθύτερα αίτια των μεταστροφών και τη σχέση που αυτές έχουν  με τα ίδια τα τακτικά και στρατηγικά όπλα που χρησιμοποιεί (ή δεν χρησιμοποιεί) το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα.
‘’Να παίξουμε ρόλο στη συγκυρία, αξιοποιώντας τις αντιφάσεις…’’
Δεν πρέπει να δαιμονοποιήσουμε πρόσωπα ή ρεύματα της αριστεράς, που αίφνης θεωρούμε ότι βρίσκονται απέναντι. Αντίθετα, χρειάζεται εμβάθυνση στα επιχειρήματα και την προβληματική που αναπτύσσουν όταν υπερασπίζουν τις επιλογές τους. Δεν αποτελούν ‘’φτηνές δικαιολογίες’’, αλλά αντιπροσωπεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα υπαρκτές υλικές αντικειμενικές τάσεις που πιέζουν προς την υποταγή στο αστικό πολιτικό σύστημα, οι οποίες αναπτύσσονται σταδιακά.
Θα παραθέσουμε κάποια συγκεκριμένα κλισέ, πολύ γνώριμα σε όλους μας.
‘’Το ζήτημα είναι να παίξουμε ένα  άμεσο ρόλο και όχι να περιμένουμε τη Δευτέρα Παρουσία’’. Με αυτό τον τρόπο η προβολή ενός συνολικά άλλου δρόμου έξω από την καπιταλιστική βαρβαρότητα εξοβελίζεται, ενώ η διεκδίκηση μιας καλύτερης διαχείρισης του ΕΣΠΑ είναι ‘’άμεσο ζήτημα’’.
‘’ Η αριστερά κρίνεται με το αν παρεμβαίνει στους συσχετισμούς, αξιοποιώντας τις αντιφάσεις του αντιπάλου’’. Έτσι, το να κάνεις κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ ή το συναγελάζεσαι με τη δεξιά στα συνδικάτα ή το να ξημεροβραδυάζεσαι συζητώντας με την μια ή την άλλη τάση του ΠΑΣΟΚ παλιότερα ή του ΣΥΡΙΖΑ τώρα, είναι ‘’αξιοποίηση των αντιφάσεων’’, ενώ η βασική δουλειά  για την οργάνωση και πολιτική δράση του κόσμου της εργασίας είναι ‘’εργατισμός’’.
‘’Βασικό κριτήριο ρεαλιστικής πολιτικής δράσης, η παρέμβαση στη συγκυρία και όχι στο στρατηγικό υπερπέραν’’. Το μονοπώλιο της ιστορικής μνήμης, του ιστορικού απολογισμού, της πρόβλεψης των εξελίξεων, του σχεδιασμού με μακρόπνοο τρόπο, εντελώς ασυλλόγιστα παραδίνεται  στον αστικό κόσμο και τα επιτελεία του. Η αριστερά μπορεί να κοιτάει μέχρι τη μύτη της…
‘’Η αριστερά πρέπει να μην φοβάται να αναλάβει εδώ και τώρα ευθύνες στη διαχείριση των πραγμάτων’’. Έτσι τα ‘’πράγματα’’ γίνονται ουδέτερα, όπως και η διαχείριση τους. Απόδειξη ‘’ευθύνης’’ αποτελούν η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση με τα λαμόγια της αστικής πολιτικής, ένα δημαρχιλίκι με τη στήριξη των τοπικών μεγάλων συμφερόντων ή η υπογραφή συμβάσεων μείωσης των μισθών. Αντίθετα, μια απεργία ή πολύ περισσότερο ένα κάλεσμα για λαϊκή εξέγερση συνιστούν ένα ‘’στείρο  πολιτικό αρνητισμό’’.
‘’Δεν πρέπει να είμαστε φοβικοί απέναντι σε τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες’’. Το κάψιμο των φακέλων από τη συγκυβέρνηση δεξιάς και Συνασπισμού το 89-90, το περίφημο κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ που έθαβε την αντι-ΕΕ τοποθέτηση της αριστεράς ή η υποταγή σε ένα νέο-ρεφορμιστικό σχέδιο μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ μέσα στην ευρωζώνη, είναι ορισμένες μόνο ‘’μη-φοβικές’’ πολιτικές πρωτοβουλίες.
‘’Το ζήτημα είναι τα άμεσα ζητήματα του κόσμου και όχι οι ιδεολογικές τοποθετήσεις’’. Έτσι για παράδειγμα μια αύξηση μισθών είναι  ‘’άμεσο αίτημα’’, η απαίτηση αποχώρησης από την Ευρωζώνη που επιβάλει μείωση μισθών είναι  άσχετη ‘’ιδεολογική τοποθέτηση’’ και φυσικά η αποδοχή ή/και υπεράσπιση συμμετοχής σε αυτήν είναι απλά ‘’ρεαλισμός’’.
Σε όλους αυτούς τους συλλογισμούς, υπάρχει και ένα κοινό επιμύθιο: Η επίθεση σε όσους αντιστέκονται και δεν πειθαρχούν, στο όνομα  της αντιμετώπισης του ‘’σεχταρισμού’’  και του ‘’αριστερισμού’’.  Πάντα με υπαρκτά ή/και μαρξιστικά ή λενινιστικά επιχειρήματα. Μου έχει μείνει στο μυαλό μια ειρωνική αποστροφή ενός στελέχους των Σαντινίστας σε ερώτηση για το πώς βλέπουν το Κομμουνιστικό Κόμμα στη Νικαράγουα: ‘’ Αυτοί καλοί είναι, δε λέω, αλλά κοίτα, από το έργο του Λένιν ξέρουν απέξω μόνο τον Αριστερισμό’’.
Μεθοδολογικά επιχειρείται μια πλήρης ιστορική αντιστροφή.
Η ιστορία και οι ευθύνες για τις ήττες στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, δεν συγκροτούνται από την ταπεινωτική συμφωνία της Βάρκιζας, αλλά μάλλον από τους τυχοδιωκτισμούς του Βελουχιώτη.
Η καταστροφική  πολιτική ουράς της ΕΔΑ απέναντι στο αστικό κόμμα της Ένωσης Κέντρου, οι γελοιότητες του Τσιριμώκου με το βασιλιά και τον Μητσοτάκη το 64, το πιάσιμο της αριστεράς με τις πιζάμες κατά την κήρυξη της δικτατορίας, ξεχνιούνται, αλλά προβάλλονται τα φωτοστέφανα των εκλογικών ποσοστών της ΕΔΑ το 1958, σε αντίστιξη με την προσπάθεια για την αυτοτέλεια μιας σύγχρονης επαναστατικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Η  επιδίωξη ‘’εθνικής αντιδικτατορικής ενότητας’’ με  τη δεξιά και το βασιλιά στη δικτατορία, παραγράφεται, ακριβώς για να σβήσει ή να ενσωματωθεί  το μήνυμα της πολιτικής παραφωνίας της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, με πρωτότυπη συμμετοχή δυνάμεων της ΚΝΕ, του Ρήγα Φεραίου και της άκρας αριστεράς, κόντρα στην απροθυμία και τη δειλία των ηγεσιών.
Το ‘’μορατόριουμ’’ του ΚΚΕ  με το ΠΑΣΟΚ μετά το 81, το αλήστου μνήμης ‘’άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων’’ του Χ. Φλωράκη, οι κοινοπραξίες του ΚΚΕ Εσωτερικού και του ΣΥΝ με το ΠΑΣΟΚ σε Δήμους και Περιφέρειες, οι συγκυβερνήσεις στη ΓΣΕΕ, επίσης πρέπει να πάρουν άφεση αμαρτιών για την αξιακή και ιδεολογική καταβαράθρωση της αριστεράς στα μάτια του κόσμου, για να δικαιολογηθούν νέα μέτωπα και συμπράξεις στη βάση του ‘’μικρότερου κακού’’ και του ‘’εφικτού’’.
Με τούτα και τα άλλα, ‘’αποδεικνύεται’’ πως το ιστορικό πρόβλημα είναι ο ‘’σεχταρισμός’’ και όχι η υποταγή στην αστική πολιτική. Άρα και η ‘’λύση’’ του προβλήματος βρίσκεται στην εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας για συγκρότηση μιας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής που να συνδέει οργανικά την αντίσταση για επιβίωση και ανατροπή με ένα συνολικό αντικαπιταλιστικό κομμουνιστικό διεθνιστικό σχέδιο για την Ελλάδα, την Ευρώπη και  όλο τον κόσμο, σε στιγμή μάλιστα καπιταλιστικής κρίσης.
Όπως σε όλα τα επιχειρήματα, επιστρατεύονται υπαρκτές αλήθειες ή αξιοποιούνται τραγικά λάθη του κομμουνιστικού κινήματος και της αριστεράς, για να δικαιολογηθεί η εγκατάλειψη μιας συνολικής επαναστατικής πολιτικής, που θα συμπυκνώνει μια τακτική και στρατηγική παρέμβαση ανατροπής της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων προς όφελος του κόσμου της εργασίας.
Να ερμηνεύσουμε και όχι απλά να αναθεματίσουμε
Η πολιτική πράξη της αριστεράς απαιτείται να έχει σαφείς ταξικούς και κοινωνικούς καθορισμούς. Αλλά και αντίστοιχους τακτικούς και στρατηγικούς στόχους και συνακόλουθη διαμόρφωση των οργάνων και μεθόδων πάλης. Η επαναστατική πολιτική, η αριστερή πολιτική παρέμβαση, νοείται ως τέτοια, όταν μπορεί να συμπυκνώνει με ρηξιακό τρόπο τα συνολικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας.  Έξω από αυτή την αντίληψη, μια λογική συγκρότησης απλά γύρω από ‘’θέσεις’’ που μπορούν να προσαρμόζονται  ή μια λογική ‘’πολιτιστικής ταυτότητας’’ αποσπασμένης από τις ταξικές συγκρούσεις, αφήνει ελεύθερο το πεδίο για την κατανόηση της πολιτικής ως παίγνιο ή ως άθροισμα πρωτοβουλιών. Οι απολογητές της συστημικής αριστεράς έχουν έτοιμη στο τσεπάκι την  απάντηση σε αυτή την άποψη, καταλογίζοντας της μια ανιστορική σχέση ειδώλου αντικειμένου ανάμεσα στις τάξεις και την πολιτική και θεωρητική πάλη. Είπαμε, για όλα υπάρχουν επιχειρήματα… Και επιστρατεύονται ανάλογα με τη συνολική στόχευση ή έλλειψη στόχευσης.
Είναι εντυπωσιακό από αυτή την άποψη η τεράστια υστέρηση που υπάρχει, αλλά και η έλλειψη του αναγκαίου ενδιαφέροντος από την κυρίαρχη πλέον ‘’ευρωπαϊκή’’ αριστερά,  για την οργάνωση του κόσμου σήμερα, για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, την οργάνωση των ανέργων, την διαμόρφωση εργατικών και λαϊκών θεσμών, την συγκρότηση εργατικών μαχών.
Θα μπορούσε να πει κανείς, με δόση υπερβολής, πως μιλάμε για μια ‘’απογευματινή αριστερά’’, που προβάλλει προγράμματα και προτάσεις, ακόμη και κυβερνητικά σχδιαγράμματα, αλλά το πρωί στο μακελειό του χώρου εργασίας απλά δεν υπάρχει.
Καθοριστικό ζήτημα είναι η σχέση της αριστεράς με το ζήτημα της δημοκρατίας και επομένως με το κράτος και την επανάσταση. Η κυρίαρχη ρεφορμιστική αριστερά, αναγορεύει σε κέντρο της δράσης της, όχι τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά την κυβερνητική εξουσία, πρακτικά και μοναδικά μέσω των εκλογών. Όλα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών αγώνων, πρέπει να βοηθούν σε αυτό. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και αν η προβαλλόμενη στρατηγική είναι η επανάσταση και ο κομμουνισμός, η κοινοβουλευτική αριστερά είναι διαρκώς με το μισό πόδι στο κατώφλι της αστικής διαχείρισης. Δεν αντιλαμβάνεται το κράτος, (αλλά και το παρά-κράτος) σαν όργανο ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, αλλά σαν ουδέτερο τιμόνι προς κατάκτηση. Συνακόλουθα, η κοινωνική επανάσταση δεν εννοείται σαν δημοκρατικό δικαίωμα της κοινωνικής πλειονότητας για κατάργηση του σφετερισμού του παραγόμενου πλούτου και επιβολή της λαϊκής θέλησης για ισότητα, ελευθερία και αυτοκυβέρνηση, αλλά ως γιακωβίνικο ή λενινιστικό παρωχημένο αντίλαλο του παρελθόντος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο καθεστωτικός χαρακτήρας τμημάτων της αριστεράς φανερώνεται ακριβώς σε στιγμές όξυνσης της ταξικής διαπάλης όπου αντικειμενικά τίθεται το ερώτημα της εξέγερσης και η δυνατότητα των επαναστατικών γεγονότων. Ποια αριστερά θέτει τέτοιο ζήτημα στην σημερινή κρίση;
Η παρούσα καπιταλιστική κρίση, με την ειδική οξύτητα που παίρνει λόγω του κλυδωνισμού της  ευρωζώνης και της κρίσης χρέους, δοκιμάζει με πιο συγκεκριμένο τρόπο τη στάση της αριστεράς απέναντι στους θεσμούς αστικής κυριαρχίας. Ο λόγος γίνεται για την στάση απέναντι στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, στις οποίες κατά τεκμήριο η ρεφορμιστική αριστερά δεν αντιλαμβάνεται ως  μορφές οργάνωσης και επίτασης  της κυριαρχίας του εθνικού και διεθνούς κεφαλαίου πάνω στον κόσμο της εργασίας, αλλά ως ‘’αντικειμενικά προοδευτική διαδικασία’’ και ‘’πεδίο πάλης’’. Είναι το ανάλογο της αντίληψης για το ρόλο του κράτους ως ‘’σχέση’’.
Τα παραπάνω κριτήρια, μαζί με πολλά άλλα, θέτουν αφετηρίες για να εκτιμήσει κανείς, τον πραγματικό χαρακτήρα δυνάμεων που μιλούν στο όνομα του κομμουνισμού και της αριστεράς και να μη ξαφνιάζεται όταν μας προκύπτει μια ΡΗΜΑΔΟ αριστερά σε μια ΔΗΜΑΡΟκυβέρνηση.
‘’Δεν το αποφασίζεις, δεν το καταλαβαίνεις. Απλά γίνεται…’’
‘’Μα πως γίνεται; Μιλάμε για αγωνιστές που έχουν προσφέρει στο κίνημα’’. Είναι ένα εύλογο ερώτημα.
Στην  πολύ όμορφη ταινία ‘’Οι μέρες της αφθονίας σας είναι μετρημένες’’ τρείς νεαροί ακτιβιστές απαγάγουν χωρίς να το έχουν πολυσχεδιάσει ένα πλούσιο άντρα, που αποδεικνύεται εκτός από υψηλόβαθμο στέλεχος πολυεθνικής και παλιό μέλος αριστερής τρομοκρατικής οργάνωσης. Όταν κάποια στιγμή με  δέος τον ρωτούν ‘’μα πως από αγωνιστής, κατάντησες έτσι;’’, αυτός περίπου απαντά: ‘’Δεν το αποφασίζεις, δεν το καταλαβαίνεις. Απλά γίνεται…’’ Και είναι μια σωστή περιγραφή, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τις ειδικές περιπτώσεις της προδοσίας, που δεν αρκούν για να εξηγήσουν πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες.
Το δυνατό αυτό βιογραφικό διπλής εμπειρίας, προσφέρει υπεροχή φυσικά στον όμηρο, απέναντι στους άπειρους νεαρούς. Στο τέλος της ταινίας, όταν τους πείθει πως δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τον αφήσουν ελεύθερο, αυτοί ταλαντεύονται: Να πιστέψουν ότι λόγω αγωνιστικού παρελθόντος δε θα τους καρφώσει στην αστυνομία και άρα μπορούν να γυρίσουν σπίτια τους ή να το σκάσουν στο εξωτερικό για να γλυτώσουν; Την τελευταία στιγμή αποφασίζουν το δεύτερο και ευτυχώς για αυτούς γιατί η μεγάλη οθόνη στη συνέχεια δείχνει την επέλαση της αντιτρομοκρατικής στο σπίτι τους.
Στην πραγματική κοινωνική και πολιτική ζωή δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο ένα τέτοιο ευτυχές τέλος. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα, ότι ο διακηρυγμένος από το ΣΥΡΙΖΑ εταίρος του  σε μια πιθανή ‘’αριστερή κυβέρνηση’’  στις πρόσφατες εκλογές, ήταν ακριβώς η αναθεματιζόμενη σήμερα ΔΗΜΑΡ.

Σχόλια