Β’ Παγκόσμιος πόλεμος (αίτια και αφορμές)...2ο μέρος

Αρχικά ο Χίτλερ δεν σκεπτόταν να κινηθεί κατά της Πολωνίας έστω κι εάν αυτή κατείχε το μεγαλύτερο εδαφικό τμήμα που είχε αποσπασθεί από τη Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Πολωνία, όπως και η Ουγγαρία, τον βοήθησαν έμμεσα λόγω της απειλής που συνιστούσαν κατά των νώτων της Τσεχοσλοβακίας εξαναγκάζοντας την να ενδώσει στις απαιτήσεις του. Η Πολωνία είχε συμπτωματικά εκμεταλλευθεί την ευκαιρία να αποσπάσει ένα τμήμα από το Τσεχικό έδαφος. Ο Χίτλερ έκλινε προς την άποψη να δεχθεί την Πολωνία ως μικρό συνεταίρο προς το παρόν με την προϋπόθεση να επιστρέψει το Γερμανικό λιμάνι του Δάντσιχ και να παραχωρήσει στη Γερμανία ελευθερία διέλευσης προς την Ανατολική Πρωσία δια μέσω του Πολωνικού «διαδρόμου».
Αν λάβει κανείς υπόψιν τις περιστάσεις, η απαίτηση του Χίτλερ ήταν χαρακτηριστικά μετριοπαθής, αλλά μετά από συζητήσεις διεπίστωσε ότι οι Πολωνοί δεν είχαν πρόθεση να κάνουν τέτοια παραχώρηση και επιπλέον είχαν υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τη δύναμή τους, ακόμη όμως και υπό αυτές τις συνθήκες, εξακολούθησε να ελπίζει ότι θα μπορούσαν να έλθουν σε κάποια συμφωνία.
Στις  25 Μαρτίου είπε στον Αρχηγό Στρατού ότι «δεν ήθελε να λύσει το πρόβλημα του Δάντσιχ με τη χρήση βίας». Όμως άλλαξε γνώμη μετά από ένα απρόσμενο Βρετανικό διάβημα, το οποίο προκάλεσε ένα αντίστοιχο δικό του  προς διαφορετική κατεύθυνση.
Κατά τους πρώτους μήνες του 1939, οι πολιτικοί της Βρετανικής Κυβέρνησης ένιωθαν ικανοποιημένοι σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, διότι εβαυκαλίζοντο με την πεποίθηση ότι τα μέτρα για την επίσπευση του εξοπλισμού, το πρόγραμμα επανεξοπλισμού της Αμερικής και οι οικονομικές δυσχέρειες της Γερμανίας θα μείωναν την επικινδυνότητα της όλης κατάστασης.
Στις 10 Μαρτίου ο Τσάμπερλαιν διατύπωσε σε ιδιωτική συνομιλία την άποψη ότι οι προοπτικές για ειρήνη ήταν καλύτερες παρά ποτέ και εξέφρασε την ελπίδα ότι πριν το τέλος του έτους θα κανόνιζε να πραγματοποιηθεί μια νέα διάσκεψη αφοπλισμού. Την επόμενη ημέρα, ο σερ Σάμουελ Χόαρ προκάτοχος του Ήντεν ως Υπουργός Εξωτερικών και τώρα Υπουργός Εσωτερικών, σε ομιλία του εξέφρασε την αισιοδοξία ” ότι ο κόσμος έμπαινε σε μια χρυσή εποχή”.
Υπουργοί διαβεβαίωναν φίλους και επικριτές ότι η οικονομική δυσπραγία της Γερμανίας την καθιστούσε ανίκανη να κάνει πόλεμο και ότι ήταν αναγκασμένη να συμμορφωθεί με τους όρους της Βρετανικής Κυβέρνησης σε αντάλλαγμα της προσφερόμενης βοήθειας υπό τη μορφή εμπορικής συνθήκης. Προς τούτο οι αξιωματούχοι Όλιβερ Στάνλεϋ (Πρόεδρος του Συμβουλίου Εμπορίου) και ο Ρόμπερτ Χάτσον (Υπουργός υπερπόντιου εμπορίου) θα μετέβαιναν στο Βερολίνο για τις σχετικές ρυθμίσεις.
Την ίδια εβδομάδα, το σατυρικό περιοδικό Punch δημοσίευε γελοιογραφία στην οποία απεικόνιζε τον Τζων Μπούλ (χαρακτήρα του περιοδικού) να ξυπνάει με ανακούφιση από εφιάλτη, την ώρα που το «σκιάχτρο του πολέμου» έφευγε από το παράθυρο. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει παρόμοια ατμόσφαιρα γεμάτη από παράλογα αισιόδοξες ψευδαισθήσεις, όσο την τελευταία εβδομάδα πριν τα μέσα Μαρτίου 1939.
Στο μεταξύ οι Ναζιστές οργάνωναν κινήματα στην Τσεχοσλοβακία προκειμένου να πετύχουν την κατάρρευσή της εκ των έσω. Στις 12 Μαρτίου οι Σλοβάκοι κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, ύστερα από επίσκεψη που πραγματοποίησε ο ηγέτης τους «αιδεσιμότατος Γιόζεφ Τίζο» στο Χίτλερ στο Βερολίνο. Επιπλέον ενεργώντας απερίσκεπτα ο Υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας Συνταγματάρχης Μπέκ διακήρυξε δημόσια τη συμπάθεια του προς τους Σλοβάκους. Στις 15 Μαρτίου Γερμανικά στρατεύματα βάδισαν στην Πράγα μετά την υποχώρηση του Τσέχου Προέδρου στην αξίωση του Χίτλερ να εγκαταστήσει προτεκτοράτο» στη Βοημία.
Το προηγούμενο φθινόπωρο αφού υπεγράφη η συμφωνία του Μονάχου, η Βρετανική Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να εγγυηθεί την ασφάλεια της Τσεχοσλοβακίας εναντίον επίθεσης. Όμως ο Τσάμπερλαιν είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων πως θεωρούσε ότι η απόσπαση της Σλοβακίας ακύρωνε την εγγύηση και δεν αισθανόταν δεσμευμένος απ’ αυτήν την υποχρέωση και αφού διαλαλούσε τη λύπη του για ότι είχε συμβεί, έδωσε στη Βουλή την εντύπωση ότι δεν έβλεπε το λόγο, γιατί θα έπρεπε αυτό το γεγονός να μεταστρέψει τη Βρετανική πολιτική.
Ωστόσο σε λίγες ημέρες, ο Τσάμπερλαιν έκανε πλήρη στροφή, τόσο ξαφνική και μεγάλη που κατέπληξε τους πάντες. Πήρε την απόφαση να σταματήσει κάθε επόμενη κίνηση του Χίτλερ και στις 29 Μαρτίου προσφέρθηκε να υποστηρίξει την Πολωνία κατά οιουδήποτε την απειλούσε και κατά του οποίου η Πολωνική Κυβέρνηση έκρινε ότι έπρεπε να αμυνθεί.
Είναι δύσκολο να σταθμίσει κάποιος την αιτία που προκάλεσε αυτήν την αυθόρμητη εκδήλωση…………η πίεση της δημόσιας αγανάκτησης – η δική του αγανάκτηση – ο θυμός του διότι τον είχε ξεγελάσει ο Χίτλερ, ή η ταπείνωσή του διότι φαινόταν ανόητος στα μάτια του λαού του;
Στη Βρετανία οι περισσότεροι από αυτούς που είχαν υποστηρίξει και επικροτήσει την προηγούμενη κατευναστική πολιτική του, άρχισαν να ενστερνίζονται μια παρόμοια πιο βίαιη αντίδραση, η οποία ενισχύθηκε και από τις κατηγορίες των υπολοίπων οι οποίοι ήταν ενάντια στην ήπια πολιτική. Τα χάσματα γεφυρώθηκαν και οι Βρετανοί ενώθηκαν δια κατεχόμενοι από συναισθήματα απόγνωσης και οργής.
Οι άστοχοι όροι της εγγύησης για τη διασφάλιση εδαφικής ακεραιτότητας τοποθετούσαν τη μοίρα της Βρετανίας στα χέρια των κυβερνητών της Πολωνίας, ανθρώπων με πολύ αμφίβολη και ασταθή κρίση. Επιπλέον η εγγύηση ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί παρά μόνο με τη βοήθεια της Ρωσίας, χωρίς ωστόσο να έχουν γίνει ούτε καν τα προκαταρκτικά διαβήματα για να διακριβωθεί αν η Ρωσία θα έδιδε μια τέτοια βοήθεια, ή αν η Πολωνία την δεχόταν.
Στο Υπουργικό Συμβούλιο όταν του ζητήθηκε να επικυρώσει την εγγύηση, δεν είχε παρουσιασθεί η έκθεση της Επιτροπής των Αρχηγών Επιτελείων, η οποία θα διευκρίνιζε πόσο αδύνατο ήταν από πρακτικής άποψης, να δοθεί οποιαδήποτε αποτελεσματική προστασία στην Πολωνία. Ωστόσο είναι αμφίβολο εάν αυτό επέφερε κάποια αλλαγή στην όλη κατάσταση.
Όταν συζητήθηκε στο Κοινοβούλιο η εγγύηση έγινε ευπρόσδεκτη από όλες τις πλευρές. Η φωνή του Λόϋδ Τζωρτζ υπήρξε «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» όταν προειδοποίησε τη Βουλή πως ήταν «αφροσύνη αυτοκτονίας» να αναλάβουν μια υποχρέωση τόσο μεγάλης έκτασης, χωρίς πρώτα να διασφαλίσουν τη συμπαράσταση της Ρωσίας. Η Πολωνική εγγύηση ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος να προκληθεί μια πρόωρη έκρηξη κι ένας παγκόσμιος πόλεμος. Διότι θα έκανε τον Χίτλερ να θελήσει να αποδείξει πόσο ανώφελη ήταν μια εγγύηση σε μια χώρα που δεν ήταν δυνατό να τη συνδράμει κανείς από τη Δύση………παράλληλα έκανε τους σκληροτράχηλους Πολωνούς να θέλουν όλο και λιγότερο να εξετάσουν οποιαδήποτε παραχώρηση και τέλος αφαιρούσε από τον Χίτλερ κάποια πιθανότητα υποχώρησης χωρίς να υποστεί μείωση του γοήτρου του.
Ποιοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση της Πολωνίας δέχτηκε μια τέτοια μοιραία προσφορά; Κατά ένα ποσοστό διότι είχαν μια παράλογα υπερβολική ιδέα για την ισχύ των απαρχαιωμένων δυνάμεών τους, είναι χαρακτηριστικό ότι μιλούσαν με κομπασμό για «επιδρομή ιππικού στο Βερολίνο». Κατά ένα άλλο ποσοστό για προσωπικούς λόγους (ο Συνταγματάρχης Μπεκ, είπε ότι «πήρε την απόφασή ανάμεσα σε δύο ρουφηξιές τσιγάρου που κάπνιζε»). Στη συνέχεια εξήγησε ότι κατά τη συνάντησή του με τον Χίτλερ τον Ιανουάριο, του στάθηκε δύσκολο να «χωνέψει» την παρατήρηση του Χίτλερ ότι το Δάντσιχ πρέπει να επιστραφεί και όταν του ανακοινώθηκε η Βρετανική προσφορά την είδε σαν μια ευκαιρία «να δώσει στο Χίτλερ ένα χαστούκι».
Η μόνη πιθανότητα πλέον να αποφευχθεί ο πόλεμος βρισκόταν στην εξασφάλιση υποστήριξης της Ρωσίας…………της μόνης δύναμης που μπορούσε να παρέξει άμεση υποστήριξη στην Πολωνία κι έτσι να αποτρέψει το Χίτλερ από τα σχέδιά του. Όμως παρά το επείγον της κατάστασης, τα διαβήματα της Βρετανικής κυβέρνησης ήταν αναβλητικά και διστακτικά. Ο Τσάμπερλαιν έτρεφε σφοδρή αντιπάθεια κατά της Σοβιετικής Ένωσης και ο Χάλιφαξ μια έντονη θρησκευτική απέχθεια. Επιπλέον και οι δύο ακόμη υποτιμούσαν τόσο τη δύναμή της Ρωσίας, όσο υπερεκτιμούσαν την ισχύ της Πολωνίας. Αν λοιπόν αναγνώριζαν ότι ήταν επιθυμητή μια αμυντική συνεργασία με τη Ρωσία, την ήθελαν σύμφωνα με τους δικούς τους όρους και δεν είχαν αντιληφθεί ότι με αυτήν την εγγύηση που έδωσαν βιαστικά στην Πολωνία, είχαν τοποθετήσει τους εαυτούς τους σε τέτοια θέση ώστε ήσαν υποχρεωμένοι να επιδιώκουν τη συνεννόηση σύμφωνα τους Ρωσικούς όρους, γεγονός το οποίο αντελήφθη ο Στάλιν, αλλά όχι αυτοί.
Όμως εκτός από τους δικούς τους δισταγμούς υπήρχαν και οι αντιρρήσεις της Πολωνικής κυβέρνησης και των άλλων μικρών δυνάμεων της Ανατολικής Ευρώπης, να δεχτούν στρατιωτική υποστήριξη από τη Ρωσία, διότι είχαν το φόβο ότι η οποιαδήποτε ενίσχυση από το στρατό της θα ισοδυναμούσε με εισβολή. Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο ρυθμός των Αγγλο – Ρωσικών διαπραγματεύσεων να είναι βραδύς.
Πολύ διαφορετική υπήρξε η απάντηση του Χίτλερ στη νέα κατάσταση. Η βίαιη αντίδραση της Βρετανίας και ο διπλασιασμός των μέτρων εξοπλισμού τον κλόνισαν μεν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο από εκείνο που θα περίμενε κάποιος. Αισθανόμενος ότι οι Βρετανοί εναντιώνονται στη Γερμανική επέκταση προς τα ανατολικά και φοβούμενος μήπως περικυκλωθεί αν αργοπορούσε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να επιταχύνει τις ενέργειές του προς το ζωτικό χώρο. Αλλά πώς θα μπορούσε να το κάνει χωρίς να προκαλέσει ένα γενικό πόλεμο; Η λύση του «χρωματίσθηκε» από την ιστορική εικόνα που είχε σχηματίσει για τους Βρετανούς. Θεωρώντας τους ως ψύχραιμους και λογικούς, με συναισθήματα ελεγχόμενα από τη λογική, θεώρησε ότι δε θα διακινδύνευαν να εμπλακούν σε έναν πόλεμο για χάρη της Πολωνίας, εκτός αν κατόρθωναν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη της Ρωσίας. Έτσι καταπνίγοντας το μίσος και το φόβο του για τον «Μπολσεβικισμό» έστρεψε τις προσπάθειες και την ενεργητικότητά του στη συμφιλίωση με τη Ρωσία και την εξασφάλιση της αποχής της. Ήταν και αυτή μια διπλωματική στροφή, περισσότερο αιφνιδιαστική από τη στροφή του Τσάμπερλαιν, αλλά το ίδιο μοιραία ως προς τις συνέπειες.
Η προσέγγιση του Χίτλερ προς τη Ρωσία διευκολύνθηκε διότι ο Στάλιν έβλεπε τώρα προς τη Δύση υπό το πρίσμα νέων πολιτικών προοπτικών. Η φυσική μνησικακία των Ρώσων, για τον τρόπο με τον οποίο είχαν παραγκωνισθεί από τον Τσάμπερλαιν και τον Χάλιφαξ το 1938 είχε αυξηθεί όταν μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Πράγα, η νέα τους πρόταση για μια κοινή αμυντική συμμαχία βρήκε χλιαρή υποδοχή, ενώ η Βρετανική Κυβέρνηση έσπευδε σε μια ανεξάρτητη τακτοποίηση με την Πολωνία. Αυτά τα γεγονότα τους έκαναν περισσότερο δύσπιστους και καχύποπτους.
Στις 3 Μαΐου μια (εξόφθαλμη κυριολεκτικά) προειδοποίηση αναφέρθηκε στις ειδήσεις……… ο Επίτροπος των Εξωτερικών της Ρωσίας Λιτβίνωφ είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντα του. Ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ο κυριότερος συνήγορος της συνεργασίας με τις Δυτικές Δυνάμεις για την αντίσταση κατά της Ναζιστικής Γερμανίας. Στη θέση του διορίστηκε ο Μολότωφ, για τον οποίο υπήρχε η γνώμη ότι προτιμούσε να διαπραγματεύεται με δικτάτορες παρά με ελεύθερες δημοκρατίες. Τον Απρίλιο άρχισαν δοκιμαστικές κινήσεις προς μια Σοβιετο – Ναζιστική συνεννόηση, αλλά έγιναν κι από τις δυο πλευρές με εξαιρετική προφύλαξη, επειδή η αμοιβαία δυσπιστία ήταν βαθιά και κάθε πλευρά υποπτευόταν ότι η άλλη προσπαθούσε απλά να την εμποδίσει να συνάψει συμφωνία με τις Δυτικές Δυνάμεις. Όμως η βραδεία πρόοδος των Αγγλο – Ρωσικών διαπραγματεύσεων ενθάρρυνε τους Γερμανούς να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία, να επισπεύσουν και να εντείνουν τις προσπάθειές τους. Ωστόσο, ο Μολότοφ παρέμενε ακλόνητος μέχρι τα μέσα Αυγούστου οπότε συνέβη και μια αποφασιστική αλλαγή.  Ίσως αυτό να προκλήθηκε και από τη Γερμανική προθυμία, σε αντίθεση με τους Βρετανικούς δισταγμούς και επιφυλάξεις, να δεχθεί τους όρους του Στάλιν, ειδικότερα την ελευθερία κινήσεων στα Βαλτικά Κράτη.
Ίσως επίσης να συνδέεται με το γεγονός ότι ο Χίτλερ δεν μπορούσε να αναβάλει τη δράση του στην Πολωνία μετά τις αρχές Σεπτεμβρίου, φοβούμενος μήπως ο καιρός τον ακινητοποιήσει και συνεπώς η αναβολή της Σοβιετο – Γερμανικής συμφωνίας ως αργά τον Αύγουστο εξασφάλιζε ότι δε θα υπήρχε χρόνος για τον Χίτλερ και τις Δυτικές Δυνάμεις να συνάψουν μια άλλη «Συμφωνία του Μονάχου»  η οποία θα μπορούσε να σημαίνει κίνδυνο για τη Ρωσία.
Στις 23 Αυγούστου, ο Ρίμπεντροπ μετέβη αεροπορικώς στη Μόσχα – το σύμφωνο υπεγράφη και συνοδεύτηκε από μια μυστική συμφωνία, σύμφωνα με τους όρους της οποίας η Πολωνία θα διαμοιραζόταν μεταξύ της Γερμανίας και Ρωσίας.
Αυτό το σύμφωνο έφερνε τον πόλεμο πιο κοντά διότι ο Χίτλερ δεν μπορούσε να αποσυρθεί από την Πολωνία χωρίς να υποστεί σημαντική μείωση του γοήτρου του στη Μόσχα και επιπλέον η πεποίθησή του ότι η Βρετανική Κυβέρνηση δε θα διακινδύνευε έναν άσκοπο αγώνα για να διατηρήσει την Πολωνία, μη θέλοντας να αναμείξει τη Ρωσία, είχε τελευταία ενισχυθεί από τον τρόπο με τον οποίο ο Τσάμπερλαιν είχε αρχίσει τον περασμένο Ιούλιο, ανεπίσημες διαπραγματεύσεις μαζί του διαμέσου του έμπιστου συμβούλου σερ Χόρας Ουίλσον για Αγγλο – Γερμανική συμφωνία.
Όμως το Σοβιετο – Γερμανικό σύμφωνο, δεν είχε στους Βρετανούς την επίδραση που υπολόγιζε ο Χίτλερ. Αντιθέτως προκάλεσε αντιδράσεις τυφλής αποφασιστικότητας, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Σε αυτήν την κατάσταση των συναισθημάτων, ο Τσάμπερλαιν δεν μπορούσε να παραμείνει αμέτοχος χωρίς αφενός να μειωθεί το γόητρό του και αφετέρου να παραβεί την υπόσχεσή του. Ο Στάλιν είχε καταλάβει ότι οι Δυτικές Δυνάμεις ήταν από καιρό έτοιμες να αφήσουν το Χίτλερ να επεκταθεί προς τα ανατολικά – προς την κατεύθυνση της Ρωσίας. Είναι πιθανόν ότι είδε το Σοβιετο – Γερμανικό σύμφωνο ως ένα βολικό τέχνασμα, που θα μπορούσε να εκτρέψει τον επιθετικότητα του Χίτλερ προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό θα προκαλούσε  μείωση της απειλής κατά της Σοβιετικής Ένωσης και ίσως να κατέληγε ώστε να εξασφαλίσει τη μεταπολεμική επικράτηση της Ρωσίας.
Το σύμφωνο απέβλεπε στην αποδυνάμωση της Πολωνίας αλλά οι Ρώσοι είχαν την πεποίθηση ότι οι Πολωνοί ήταν πιθανότερο να χρησιμεύσουν ως εμπροσθοφυλακή μιας Γερμανικής εισβολής στη Ρωσία παρά ως φράγμα εναντίον της. Με το να συνεργασθούν στην κατάκτηση της Πολωνίας από τον Χίτλερ και να τη μοιράσουν μαζί του, όχι μόνο ακολουθούσαν έναν εύκολο δρόμο για να ανακτήσουν την πριν από το 1914 ιδιοκτησία τους, αλλά μπορούσαν να μετατρέψουν την Ανατολική Πολωνία σε ένα ανάχωμα, το οποίο θα κατεχόταν από δικά τους στρατεύματα. Το σύμφωνο άνοιξε επίσης το δρόμο για την κατάληψη των Βαλτικών Χωρών και Βεσσαραβίας από τη Ρωσία, ως μια ευρύτερη επέκταση του φράγματος.
Το 1941 μετά την εισβολή του Χίτλερ στη Ρωσία, το πλάγιο βήμα του Στάλιν το 1939, φάνηκε ως μια κοντόφθαλμη ενέργεια. Είναι πιθανό ο Στάλιν να υπερεκτίμησε την ικανότητα αντίστασης των Δυτικών οι οποίοι εξαντλούσαν την ισχύ της Γερμανίας, όπως επίσης υπερεκτίμησε την αρχική ισχύ αντίστασης των δικών του δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά αξιολογώντας την Ευρωπαϊκή κατάσταση τα επόμενα χρόνια, αυτό το πλάγιο βήμα μάλλον ωφέλησε  την Σοβιετική Ένωση.
Αντιθέτως στη Δύση προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημιά. Η ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για τη διαδοχική πολιτική της παρέλκυσης και επίσπευσης έναντι μιας εμφανώς εκρηκτικής κατάστασης.
Ο Τσώρτσιλ γράφοντας για την είσοδο της Βρετανίας στον πόλεμο αφού σκιαγράφησε πως η χώρα του άφησε τη Γερμανία να επανεξοπλισθεί και μετά να καταβροχθίσει την Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία, ενώ τον ίδιο χρόνο απέκρουε τις προτάσεις της Ρωσίας για κοινή δράση – λέει τα ακόλουθα:
«……………όταν η καθεμιά από αυτές τις βοήθειες και τα πλεονεκτήματα σπαταλήθηκαν και πετάχθηκαν, η Μεγάλη Βρετανία προχωρεί οδηγώντας τη Γαλλία από το χέρι στην εγγύηση ακεραιότητας της Πολωνίας της ίδιας εκείνης Πολωνίας η οποία με διάθεση ύαινας είχε μετάσχει έξι μόνο μήνες νωρίτερα στη λεηλασία και την καταστροφή του Τσεχοσλοβακικού Κράτους. Νόημα βέβαια θα είχε ένας πόλεμος προς υποστήριξη της Τσεχοσλοβακίας το 1938 τότε που ο Γερμανικός Στρατός μπορούσε να παρατάξει μόνο μισή δωδεκάδα εκπαιδευμένες μεραρχίες στο Δυτικό Μέτωπο, ενώ οι Γάλλοι, με σχεδόν εξήντα ή εβδομήντα μεραρχίες θα μπορούσαν ασφαλώς να περάσουν το Ρήνο και να προχωρήσουν μέσα στο Ρούρ. Αλλά αυτό είχε κριθεί παράλογο, θρασύ, κατώτερο απ’ το επίπεδο της νεότερης πνευματικής αναπτύξεως και ηθικής. Παρ’ όλα αυτά τώρα επιτέλους, οι δύο Δυτικές δημοκρατίες διακήρυξαν ότι ήταν έτοιμες να διακινδυνεύσουν την ύπαρξη τους για την ακεραιτότητα της Πολωνίας. Η ιστορία η οποία όπως λέγεται είναι κυρίως η καταγραφή των εγκλημάτων, των ανοησιών και των αθλιοτήτων της ανθρωπότητας μπορεί να ερευνηθεί για να βρεθεί ένα αντίστοιχο σε αυτήν την ξαφνική και πλήρη αναστροφή μιας πολιτικής βολικού κατευνασμού πέντε ή έξι ετών και στη μεταβολή της σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, σε ετοιμότητα να δεχθεί ένα φανερά επικείμενο πόλεμο κάτω από πολύ δυσμενέστερες συνθήκες και σε πιο μεγάλη κλίμακα………….»
Είναι μια εντυπωσιακή καταδίκη της απερισκεψίας του Τσάμπερλαιν, γραμμένη μετά τα γεγονότα. Διότι και ο ίδιος ο Τσώρτσιλ. στην έξαψη της στιγμής είχαν υποστηρίξει την πιεστική προσφορά εκ μέρους του Τσάμπερλαιν προς την Πολωνία, για την προστασία των συνόρων της. Είναι φανερό ότι το 1939 οι περισσότεροι από τους Βρετανούς ηγέτες, ενήργησαν υπό παρορμητικά αντί της ψύχραιμης κρίσης που ήταν το χαρακτηριστικό της Βρετανικής πολιτικής.
*************************
Θυμηθείτε το  1ο μέρος
πηγή: Ιστορία 2ου Παγκοσμίου πολέμου – Lidell Hart (1979)


Σχόλια